- μοσχομυρίζω
- και μοσκομυρίζω (Μ μοσχομυρίζω και μουσκομυρίζω)1. αναδίδω μυρωδιά μόσχου, ευωδιάζω, μοσχοβολώ2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μοσχομυρισμένος και μοσκομυρισμένος, -η, -οευωδιαστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)-* + μυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.